- σκλήθρος
- και σκλέθρος και σκλέδρος, ο, Νβλ. σκλήθρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλήθρα — και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη) νεοελλ. βοτ. το φυτό σκλήθρο αρχ. ονομασία τού γένους άλνος* («κλήθρη τ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ … Dictionary of Greek
σκλέδρος — και σκλέθρος, ο, Ν βλ. σκλήθρος … Dictionary of Greek
σκλήθρο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (152 κάτ., υψόμ. 760 μ.) στην επαρχία Παρνασσίδας, του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ., 152 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (553 κάτ., υψόμ. 680 μ.), στην επαρχία Φλώρινας … Dictionary of Greek